- καρφιτσώνω
- [καρφίτσα]συνδέω με καρφίτσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρφιτσώνω — καρφιτσώνω, καρφίτσωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρφιτσώνω — καρφίτσωσα, καρφιτσώθηκα, καρφιτσωμένος, συνδέω με καρφίτσα: Τα καρφίτσωσα τα φύλλα αυτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποπερονώ — ἀποπερονῶ (άω) (Α) στερεώνω κάτι με περόνη, καρφιτσώνω … Dictionary of Greek
καρφίτσωμα — το [καρφιτσώνω] η σύνδεση με καρφίτσα, η συρραφή με καρφίτσα … Dictionary of Greek